- κοσμοποιος
- κοσμοποιόςκοσμο-ποιός2творящий вселенную, созидающий мир
(ἀνάγκη Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀνάγκη Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοσμοποιός — κοσμοποιός, oν (ΑM) αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κοσμοποιός ο πλάστης τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ζωο ποιός, θεο ποιός] … Dictionary of Greek
κοσμοποιός — creating the world masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοποιόν — κοσμοποιός creating the world masc/fem acc sg κοσμοποιός creating the world neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοποιούς — κοσμοποιός creating the world masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοποιῷ — κοσμοποιός creating the world masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гиерокл Александрийский — (др. греч. Ἱερόκλῆς ὁ Ἀλεξάνδρεῖος; 1 я пол. IV века) античный философ неоплатоник, представитель Александрийской школы неоплатонизма, ученик Плутарха Афинского. Сохранились комментарии Гиерокла к пифагорейским «Золотым стихам», в которых… … Википедия
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοσμοποιία — κοσμοποιΐα, ἡ (ΑM) [κοσμοποιός] η δημιουργία τού κόσμου («Ἀναξαγόρας... νοῡν καὶ θεὸν πρῶτος ἐπαγαγόμενος τῇ κοσμοποιΐα», Θεμίστ.) αρχ. 1. κόσμηση, στολισμός 2. τίτλος συγγράμματος τού Εμπεδοκλέους … Dictionary of Greek
κοσμοποιώ — κοσμοποιῶ, έω (Α) [κοσμοποιός] 1. δημιουργώ τον κόσμο («θεὸν κοσμοποιεῑν περατοῡντα τὴν ὕλην ἄπειρον ούσαν», Πλούτ.) 2. (για φιλόσοφο) δημιουργώ σύστημα ή θεωρία σχετικά με τον κόσμο («ἐξ ἀκινήτων γὰρ ἄρχεται κοσμοποιεῑν ὁ Ἀναξαγόρας», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
κοσμουργός — κοσμουργός, ὁ (ΑM) ο δημιουργός τού κόσμου, ο πλάστης τού σύμπαντος, ο κοσμοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ουργός < ἔργον (πρβλ. μουσ ουργός, ξυλ ουργός)] … Dictionary of Greek